- αρχηγενής
- ἀρχηγενής, -ές (Α)αυτός που κάνει την αρχή σε κάτι ή που κάνει κάτι ν' αρχίσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχη- < άρχω + -γενής < γένος < γίγνομαι. Πρόκειται για άπαξ ειρημένο τ. και είναι το μοναδικό σύνθετο στο α' συνθετικό του οποίου εμφανίζεται το ρ. άρχω με τη μορφή αρχή-].
Dictionary of Greek. 2013.